Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Μη φας, έχουμε γλάρο!

Ξανανοίξαμε και σας περιμέναμε . Το αντίθετο ακριβώς από αυτό που έκανα εγώ με την «Αδηφαγία» τόσα χρόνια: δεν ξανάνοιξα το βιβλίο μετά την βραχύβια προσπάθειά μου και δεν περίμενα ότι θα έφτανε η ώρα που θα αναθεωρούσα. Μάλιστα, το είχα βάλει να κρατάει ψηλά την οθόνη του υπολογιστή μου, μαζί με την «στέρεη» (όταν πρόκειται για τεχνολογία) μετάφραση του Καψάσκη , και μερικά άλλα «τούβλα» – πάντα πίστευα ότι η λέξη «τούβλα» (όταν πρόκειται για βιβλία) έχει παραπάνω της μιας, σημασίες· στην προκειμένη περίπτωση με βοήθησαν να «χτίσω» το διαδικτυακό μου προφίλ!

Ο αχόρταγος

  [ May I Have Your Attention, Please? Ό, τι ακολουθεί είναι το χρονικό μιας αποτυχημένης ανάγνωσης και ενός επιτυχημένου κειμένου. Θυμήθηκα το βιβλίο «Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει» (που δεν έχω διαβάσει) και λέω, γιατί όχι; Να μια ευκαιρία να μιλήσω για ένα βιβλίο που άφησα ημιτελές. Καλά εντάξει, με καταλάβατε, είμαι λεξιλάγνος· με μια ναρκισσιστική φιλαυτία πλανώμαι (πλάνην οικτρά) πάνω από την λίμνη των λέξεών μου και βουτάω περιπαθώς στο βάθος των σκέψεών μου κραυγάζοντας γεμάτος ενθουσιασμό και μπουρμπουλήθρες... Τι έγραψμπρρμπλ παλμπρ ο πούστμπμπρλμπ! Ορίστε, σας έβαλα χωρίς να το θέλω στο λογοτεχνικό μου εργαστήρι – οι αναρτήσεις μου γράφονται παράλληλα με την ανάγνωση γι' αυτό και πλημμυρίζουν ενθουσιασμό ή απέχθεια. Ποτέ δε θα διαβάσετε από μένα την κατασταλαγμένη μετριότητα των αντικειμενικών (μπρρ) κριτικών. Δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να το στείλω στον κάλαθο των αχρήστων αλλά νομίζω (και θα το διαπιστώσετε και εσείς αν συνεχίσετε την ανάγνωση

Ξυπνάς μέσα μου το ζώο

  Πρωτεύοντα ρόλο στην αναγνωστική μας πορεία παίζει η επιθυμία μας να εξελιχθούμε, να μην μείνουμε εντελώς στόκοι. Και γενικά, να εξελιχθούμε και ως άνθρωποι, δεν είμαστε ζώα! Έτσι λοιπόν, αν σας σταματήσει κάποιος στον δρόμο και σας πει, «Πώς είσαι έτσι τρομάρα σου; Πιθηκοφέρνεις!», μην το πάρετε βαριά, ο άνθρωπος μπορεί να έχει διαβάσει δυο-τρία βιβλία παραπάνω από σας, να έχει ανοίξει το μυαλό του! Το βιβλίο είναι απίθανο – ένα (σχεδόν) θεϊκό σχέδιο ! Η φράση «Δεν μπορούσα να τ' αφήσω από τα χέρια μου», που σε άλλες περιπτώσεις θα με έκανε να μορφάζω από τον πόνο της κοινοτοπίας, εδώ, νομίζω ότι ισχύει απόλυτα. Το κρατούσα με τη ζέση μιας μαϊμούς που της πετάξαν ένα λαμπερό στολίδι.

Trip advisor

  «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία ενηλίκων που έχω διαβάσει, και γενικότερα που υπάρχουν. Ξεκάθαρα. Θεωρώ μεγάλο έγκλημα τις παιδικές διασκευές που έγιναν πάνω του – ακόμα μεγαλύτερο και από εκείνες που έγιναν πάνω στο κορμί του Μόμπι Ντικ. Μεγαλύτερο όλων όμως, παραμένει το έγκλημα στις συνειδήσεις αμέτρητων αναγνωστών που επιμένουν να το θεωρούν, διασκευασμένο ή μη, παιδικό βιβλίο. Τζόνι πάρε τ' όπλο σου (την πένα) και κυνήγα τους! Το μεγαλύτερο προσόν του βιβλίου είναι ότι έτσι όπως είναι γραμμένο, στην πρωτότυπη μορφή του, δεν χρειάζεται καμία διασκευή για να το απολαύσει ένα παιδί. Καταλαβαίνω εν μέρει γιατί ένα παιδί 4-5 χρόνων χρειάζεται να διαβάσει μια διασκευή του, αλλά δεν καταλαβαίνω, μα την Λιλιπούτη, γιατί ένα παιδί 10-12 χρόνων θα έπρεπε να διαβάσει μια διασκευή του – πάει, το κατέστρεψες, δεν πρόκειται να ξαναδιαβάσει Σουίφτ μέχρι τα βαθιά του γεράματα.

Πεταλούδες στο μυαλό

  Μπορεί «Το εργαστήριο της πεταλούδας» να γινόταν και το αγαπημένο παραμύθι του Ναμπόκοφ, ποιος ξέρει; «Ο συγγραφέας πρέπει να έχει την ακρίβεια του ποιητή και την φαντασία του επιστήμονα» είχε γράψει σε ανύποπτο χρόνο και μάλλον δε θα είχε στο μυαλό του εκείνη την ώρα παιδικά παραμύθια. Το να πείθεις τα μικρά παιδιά να έχουν μεγάλους στόχους για την ζωή που ξανοίγεται μπροστά τους, είναι το αγαπημένο σπορ πολλών συγγραφέων παιδικών παραμυθιών – κρίνοντας από τις χαμηλές συγγραφικές τους επιδόσεις όμως, καταλαβαίνεις ότι όταν και αυτοί ήταν μικροί δέχθηκαν κάποιες χλιαρές και θνησιγενείς παροτρύνσεις για τους μεγάλους στόχους που έπρεπε να έχουν στη ζωή τους, με αποτέλεσμα να τα μεγαλοποιήσουν στο κεφάλι τους και πλέον να έχουν καταλήξει με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Εντελώς άλλο πράγμα, δηλαδή. Παραμυθιαστήκανε!

Όχι τάδε. Έφη.

Ο κανόνας ήταν σαφής και απαράβατος – πάντα διάλεγα πρώτα τον συγγραφέα και μετά, εφ' όσον υπήρχαν περισσότερες μεταφράσεις, διάλεγα εκείνη που μου φαινόταν καλύτερη και του γούστου μου. Μόνο μια μεταφράστρια με έκανε να παραβώ τον κανόνα. Η Έφη Καλλιφατίδη είχε το όνομα είχε και την χάρη. Το όνομά της στο εξώφυλλο αποτελούσε την εγγύηση μιας καλής μετάφρασης αλλά παραδόξως δεν σταματούσε εκεί το πράμα, κάτι ακόμα συνέβαινε στο παρασκήνιο. Οι καλοί μεταφραστές είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε έναν αναγνώστη, η ευγνωμοσύνη μας απέναντί τους μπορεί τις περισσότερες φορές να είναι βουβή, είναι όμως αδιαμφισβήτητη. Ποτέ όμως δεν αντιμετωπίζουμε έναν μεταφραστή με το κύρος και τον σεβασμό που θα δείχναμε σε έναν μεγάλο συγγραφέα, τον Ίταλο Σβέβο ας πούμε. Γιατί όχι; Μήπως θα έπρεπε; Επιτρέψτε μου μια προσωπική ιστορία.