Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

To B. or not to B.?

Όταν ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ρωτήθηκε κάποτε ποιο βιβλίο θα έπαιρνε μαζί του σ'ένα έρημο νησί, απάντησε: «Δεν έχει σημασία ποιο, αρκεί να είναι του Τρέηβεν». Καταλαβαίνω απόλυτα αυτή την θέση του Αϊνστάιν – και είναι σπανιότατες οι φορές που μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω απόλυτα τον Αϊνστάιν, οπότε αφήστε με να το χαρώ λίγο!

Η Μυστηριώδης Κριτική ενός Διάσημου Βιβλίου από έναν Τσαρλατάνο

Στα μαθηματικά είμαι σκράπας. Και η απόφασή μου να δώσω Πανελλήνιες στην τεχνολογική κατεύθυνση φανέρωσε την σύγχυση του μυαλού μου, που έκτοτε με συντροφεύει αδιάκοπα. Γενικά, μην με παίρνετε στα σοβαρά. Ωστόσο, ακόμα και εγώ, μπορώ να αντιληφθώ ότι τα μαθηματικά πέρα από όλες τις άλλες δραστηριότητες της ανθρώπινης διανόησης, μπορούν να γεννήσουν μία πραγματική μεγαλοφυΐα που ξεπερνά όλες τις άλλες – μια λογοτεχνική μεγαλοφυΐα, μια σκακιστική μεγαλοφυΐα, μια φυσική μεγαλοφυΐα, δεν πιάνει μία μπροστά σε μία μαθηματική. Είναι μια εικασία αυτό που ισχυρίζεσαι, θα πείτε. Μένει λοιπόν να αποδειχθεί.

Bolano on ice

Πολλή κουβέντα έγινε τις τελευταίες μέρες σχετικά με την Ολυμπιονίκη Άννα Κορακάκη και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μέχρι να κατακτήσει τα δύο μετάλλια στους Ολυμπιακούς του Ρίο. Αδιαφορία της πολιτείας, δυσκαμψία της τοπικής αυτοδιοίκησης, παλινωδίες και φαιδρότητες. Της γκρέμισαν το σκοπευτήριο-παράπηγμα ανήμερα του τελικού για το χρυσό μετάλλιο, μια κίνηση για να γλυτώσουν την γελοιοποίηση, που εν τέλει απλώς την ενίσχυσε. Τι θα γινόταν όμως αν ένας τοπικός “άρχοντας” αποφάσιζε να χτίσει παράνομα με δημόσιο χρήμα ένα μυστικό σκοπευτήριο για να προετοιμαστεί η Άννα Κορακάκη για τους Ολυμπιακούς; Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο έχει μια απάντηση για αυτό – γραμμένη με τα δικά του ιδιαίτερα συσταστικά της επιτυχίας. Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσετε πριν πέσει η αυλαία των Ολυμπιακών Αγώνων της Βραζιλίας.

Lovecraft doesn't love life

  Να διαβάζεις μια ιστορία του Λάβκραφτ είναι μια συνταρακτική εμπειρία πέρα από κάθε περιγραφή. Ακόμα θυμάμαι την ανάγνωση της ιστορίας “Το πλάσμα που ψιθύριζε στο σκοτάδι” – κάποια επιπρόσθετα εξωτερικά φαινόμενα είχαν πολλαπλασιάσει εκείνη την τρομακτική εντύπωση της ανάγνωσης. Είχα ξεκινήσει την ανάγνωση κατά τις 9 το βράδυ και μια έντονη καταιγίδα προετοιμαζόταν να ξεσπάσει. Από την αρχή της κιόλας, έγινε διακοπή ρεύματος και εγώ συνέχισα την ανάγνωση υπό το φως των κεριών, το ένα εκ των οποίων ήταν κατάμαυρο και το είχα αγοράσει μερικές ώρες πριν έχοντας την ξαφνική έμπνευση ότι θα δείχνει πολύ κουλ αναμένο! Πώς ξύπνησα το άλλο πρωί, μόνο εγώ γνωρίζω!

Ο θείος Βάνιας, η Χοντρομπαλού και ένας Άγγελος του παράξενου

Δεν τρέφω καμία ιδιαίτερη εκτίμηση για το θέατρο – ούτε για αυτό που γράφεται ούτε για εκείνο που παίζεται. Νομίζω ότι η λογοτεχνία δεν ζει αρμονικά με το θέατρο. Τα κείμενα που γράφονται είναι από τα πιο βαρετά που υπάρχουν, αποστειρωμένα και ξεψυχισμένα. Μα, θα μου πείτε, γράφονται ειδικά για το θέατρο, εκεί πάνω θα τους εμφυσηθεί ζωή. Τότε, γιατί εκδίδονται; Γιατί δεν βλέπω, σε αντίστοιχη κατανομή, σενάρια κινηματογραφικών ταινιών, που θα είχαν και περισσότερο ενδιαφέρον; Και τούτο το αλλόκοτο επίθετο, “θεατρικός”, μπροστά από τη λέξη συγγραφέας; Λες και πρόκειται για μιαν αναπηρία του λόγου που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από ευφημισμούς.

Πιαζέ παιζέ

Η λογοτεχνία, παίζεται ή δεν παίζεται; Όταν λέμε «Αυτή η λογοτεχνία δεν παίζεται!» συνήθως εννοούμε το αντίθετο, ότι είναι δηλαδή υπερβολικά ωραία και σπουδαία. Από την άλλη, όταν λέμε «Αυτή η λογοτεχνία παίζεται!» συνήθως εννοούμε ότι είναι μέτρια, κάτω των προσδοκιών μας. Αλλά ας μην παίζω και εγώ με τις φράσεις. Η λογοτεχνία είναι παιχνίδι, πάει και τελείωσε. Ας μην χρονοτριβούμε άλλο. Παίζουμε λογοτεχνία;

KK 000

Όχι, δεν πρόκειται για κωμωδία με τον Θανάση Βέγγο, εδώ πρωταγωνιστής είναι ο θάνατος και παρά τα εκατομμύρια των κομπάρσων και των θεατών, στο τέλος, δεν γελούν παρά μόνο ελάχιστοι! Η κοκαΐνη, η κόκα, κυβερνά όλο τον κόσμο, και μόνο κατ' ευφημισμόν μπορείς πια να την αποκαλείς άσπρη σκόνη, όταν αφήνει τόσο αίμα πίσω της!

Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων

Όσοι δεν έχουν διαβάσει τον Μόμπι Ντικ και τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ ως ενήλικες, δεν αξίζει να λογίζονται σοβαροί αναγνώστες. Αλλά εντάξει, ας μην υπερβάλλω, και μόνο η μη ανάγνωση του Μόμπι Ντικ αρκεί για να τους καταδικάσει στην ανυποληψία! Γιατί η λογοτεχνία του Μέλβιλ είναι ασύλληπτη και όποιος δεν έχει προσπαθήσει να την διαβάσει, θα έπρεπε τουλάχιστον να συλλαμβάνεται, τι άλλο να πω!

Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν

Η αυτού ελαφρότης ο Περελά είναι ένα από τα πιο ιδιόμορφα έργα της ιταλικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-παλίμψηστο, μια ιστορία που διαβάζεται σε πάρα πολλά επίπεδα. Αυτό το πρωιμότατο δείγμα αντιμυθιστορήματος, με τις υφολογικές καινοτομίες του και την παράδοξη αφηγηματική κατασκευή του, εξακολουθεί να αποτελεί μια “πρόκληση” για τους λογοτεχνικούς κριτικούς, γράφει το οπισθόφυλλο. Πώς μου ξέφυγε εμένα, του λογοτεχνικού κριτικού; Ας επανορθώσω.

Ντάντι, τσέκαρε το μέιλ σου!

Ακόμη και έτσι, σταλμένη σύμφωνα με τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής και χρησιμοποιώντας εφηβική φρασεολογία, η “Επιστολή προς τον πατέρα” του Φραντς Κάφκα, παραμένει αναλλοίωτη ως προς την ουσία της και διαβάζεται με διαρκώς ανανεωμένο ενδιαφέρον.

Κριτική της κριτικής δύναμης

Τι κάνει μια κριτική καλή; Πολλά. Τι μπορεί να την καταστρέψει; Ένα και μοναδικό στοιχείο: η ακατανοησία της. Γιατί αν δεν καταλαβαίνεις τι λέει δεν πρόκειται να εκτιμήσεις κανένα από τα όποια θετικά της στοιχεία. Η κριτική πρέπει να είναι κατανοητή – να μπορεί να την καταλάβει και ο πλέον ηλίθιος αναγνώστης. Οι κριτικές γράφονται για τους αναγνώστες, για όλους τους αναγνώστες. Για εκείνον που διαβάζει 3 βιβλία τον χρόνο και μέσα από μια κατανοητή κριτική ενδεχομένως να αποφασίσει να προσθέσει άλλα δύο στην ετήσια κατανάλωσή του και για εκείνον που διαβάζει 100 και αφήνεται σαν ανυπεράσπιστο έντομο να εγκλωβιστεί στο αραχνούφαντο πλέγμα των δεκάδων διακειμενικών αναφορών. Το αν έχει κάτι να μας πει η κριτική είναι δευτερεύον ζήτημα. Το κύριο ζητούμενο είναι να μας πει κάτι κατανοητό – ουσιώδες ή ανούσιο.

Η χλομή φωτιά της λογοτεχνίας

Όταν ακούω την λέξη λογοτεχνία, δύο συγγραφείς μού έρχονται στο μυαλό – ο ένας είναι ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο άλλος δε σας αφορά! Τα έργα του Ναμπόκοφ, σταθερά τα τελευταία χρόνια, μου προσφέρουν απλόχερη αναγνωστική απόλαυση και θρεπτική τροφή (του πεινασμένου!) για σκέψη. Πριν επεκταθώ όμως προς τα εκεί, ας πούμε δυο λόγια για την κριτική λογοτεχνίας, πεδίο που πολλοί φυτοζωούν και λίγοι διαπρέπουν. Εγώ επειδή δεν έχω καμία σχέση με τον χώρο, θέλω να σας ενημερώσω εκ των προτέρων ότι, οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα!

Εύγευστα καναπεδάκια

  Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία νοσεί και μάλιστα πολύ άσχημα. Βρωμάει αποσύνθεση στις γωνιές των βιβλιοπωλείων. Ναι ξέρω, θα μου πείτε και πού το ξέρεις εσύ αφού δεν διαβάζεις ελληνική λογοτεχνία, αν ποτέ βγάλεις δικό σου βιβλίο θα αναθεωρήσεις, γενικεύεις επικίνδυνα κάνοντας άλματα λογικής και ηλιθιότητας, πώς μπορείς να κρίνεις όταν μένεις κολλημένος στα ασφαλή κλασικά αναγνώσματα και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Τα έχω ξανακούσει, ευχαριστώ. Τα κλασικά βιβλία δεν είναι ασφαλή αναγνώσματα, αντιθέτως είναι ιδιαιτέρως επισφαλή καθότι διαλύουν τις αυταπάτες σου και πλέον σου είναι δύσκολο να εκτιμήσεις συγγραφείς που έμαθαν να ανταλλάσουν μεταξύ τους μόνο γλωσσικές χειραψίες.

Σκέφτομαι άρα μελαγχολώ

Απέναντι στην απλοϊκή και διόλου βαθυστόχαστη βιβλική ρήση, “μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι” (που πέρα από την όποια αρχική της πρόθεση, έχει καταλήξει να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει εκείνους που δεν χρησιμοποιούν και πολύ ικανοποιητικά το μυαλό τους παρά αφήνονται σε μια χαυνωτική και ευχάριστη άγνοια), ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Τζορτζ Στάινερ έχει να αντιτάξει Δ έκα (πιθανούς) λόγους για τη μελαγχολία της σκέψης .

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους

Καημένε Καβάφη! Πολύπαθοι οι στίχοι σου, έχουν τραβήξει τα πάνδεινα, κατακερματισμένοι έξω από τα ποιήματά σου, να πηγαινοέρχονται από δω και από κει χωρίς σταματημό και συνείδηση – μπορούν να προλογίσουν μια ταινία βίας ή μια κομεντί, να κοσμήσουν τα πλαϊνά ενός λεωφορείου ή ενός ταξί, να δώσουν επίφαση θάρρους σε δειλές πολιτικές αποφάσεις ή ακόμα, ποιος ξέρει, ίσως και να φωλιάζουν μέσα στο τραγανό κουκούλι ενός fortune cookie! Εγώ είμαι ο τελευταίος θύτης (ταυτόχρονα με εκατοντάδες άλλους ανά τον κόσμο) που χρησιμοποιώ άκριτα τους στίχους σου, χωρίς περίσκεψη χωρίς αιδώ, μόνο και μόνο για να παρουσιάσω ένα βιβλίο που τυγχάνει να φέρει στον τίτλο του την λέξη βάρβαρος. Τι βαρβαρότητα, αλήθεια!

Pynchonized

(Σημείωση: Η ακόλουθη ανάρτηση αριθμεί περί τις 4200 λέξεις. Αν ποτέ σκοπεύεις να διαβάσεις τα έργα του Πύντσον, ετούτη εδώ η ανάρτηση ίσως είναι μια καλή προπόνηση – αν μη τι άλλο, έχει τις δυνατότητες να αποδειχθεί εξίσου παραληρηματική!) Ή, για να το καταλάβουν και οι αλλόγλωσσοι αναγνώστες μας, πυντσονίστηκα, πώς αλλιώς να το πω! Τους τελευταίους μήνες συγχρονίστηκα (εκ του synchronized) ολότελα μαζί του. Τι κατάλαβα που έχω τόσο καιρό τα βιβλία του Πύντσον αδιάβαστα; Για να με κατηγορούν ότι είμαι ένας άσχετος που μιλάει για τον Πύντσον χωρίς να έχει διαβάσει τα βιβλία του; Τουλάχιστον, ας γίνω ένας άσχετος που μιλάει για τον Πύντσον ενώ τα έχει διαβάσει!

Σταματήστε να κατέβω

Όχι πως ο δικός μας Δάντης έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλους προγενέστερους συνονόματους, η πρώιμη αλλά και ύστερη ποιητική του δημιουργία, τον καθιστά άτρωτο σε φτηνιάρικες επιθέσεις συγκρίσεων, αλλά για να μην κατηγορηθούμε για καλλιτεχνικό σοβινισμό, ας ρίξουμε μια ματιά και στο περιβόλι του γείτονα, αυτάρεσκα σίγουροι, ότι οι μαϊντανοί εκεί δεν έχουν τόσο μεγάλη ανάπτυξη όσο στο δικό μας μπαξέ.

Άνθρωποι, διηγηθείτε την ιστορία σας...

Μια μέρα βρίσκομαι στο βιβλιοπωλείο να θαυμάζω το ουράνιο τόξο που ξεπροβάλλει από το ράφι της Αστάρτης. Είχα ψαχουλέψει και άλλες φορές με τα ακροδάχτυλα το φάσμα των χρωμάτων, μπας και βρω εκεί μέσα τον αγαπητό Ίταλο Καλβίνο. Αυτή τη φορά όμως είχα πειστεί ότι δεν είχα να περιμένω τίποτα άλλο πέρα από οπτική ευχαρίστηση και κίνησα να φύγω χωρίς βιβλίο στα χέρια μου, ανατρέχοντας νοερά στα αδιάβαστα που με περίμεναν στο σπίτι, ώσπου το βλέμμα μου “τσακίστηκε” στον όρθιο και δυσδιάκριτο τίτλο της λαδί απόχρωσης!