Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Περιπέτειες στη χώρα των κανιβάλων

Όσοι δεν έχουν διαβάσει τον Μόμπι Ντικ και τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ ως ενήλικες, δεν αξίζει να λογίζονται σοβαροί αναγνώστες. Αλλά εντάξει, ας μην υπερβάλλω, και μόνο η μη ανάγνωση του Μόμπι Ντικ αρκεί για να τους καταδικάσει στην ανυποληψία! Γιατί η λογοτεχνία του Μέλβιλ είναι ασύλληπτη και όποιος δεν έχει προσπαθήσει να την διαβάσει, θα έπρεπε τουλάχιστον να συλλαμβάνεται, τι άλλο να πω!

Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν

Η αυτού ελαφρότης ο Περελά είναι ένα από τα πιο ιδιόμορφα έργα της ιταλικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-παλίμψηστο, μια ιστορία που διαβάζεται σε πάρα πολλά επίπεδα. Αυτό το πρωιμότατο δείγμα αντιμυθιστορήματος, με τις υφολογικές καινοτομίες του και την παράδοξη αφηγηματική κατασκευή του, εξακολουθεί να αποτελεί μια “πρόκληση” για τους λογοτεχνικούς κριτικούς, γράφει το οπισθόφυλλο. Πώς μου ξέφυγε εμένα, του λογοτεχνικού κριτικού; Ας επανορθώσω.

Ντάντι, τσέκαρε το μέιλ σου!

Ακόμη και έτσι, σταλμένη σύμφωνα με τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής και χρησιμοποιώντας εφηβική φρασεολογία, η “Επιστολή προς τον πατέρα” του Φραντς Κάφκα, παραμένει αναλλοίωτη ως προς την ουσία της και διαβάζεται με διαρκώς ανανεωμένο ενδιαφέρον.

Κριτική της κριτικής δύναμης

Τι κάνει μια κριτική καλή; Πολλά. Τι μπορεί να την καταστρέψει; Ένα και μοναδικό στοιχείο: η ακατανοησία της. Γιατί αν δεν καταλαβαίνεις τι λέει δεν πρόκειται να εκτιμήσεις κανένα από τα όποια θετικά της στοιχεία. Η κριτική πρέπει να είναι κατανοητή – να μπορεί να την καταλάβει και ο πλέον ηλίθιος αναγνώστης. Οι κριτικές γράφονται για τους αναγνώστες, για όλους τους αναγνώστες. Για εκείνον που διαβάζει 3 βιβλία τον χρόνο και μέσα από μια κατανοητή κριτική ενδεχομένως να αποφασίσει να προσθέσει άλλα δύο στην ετήσια κατανάλωσή του και για εκείνον που διαβάζει 100 και αφήνεται σαν ανυπεράσπιστο έντομο να εγκλωβιστεί στο αραχνούφαντο πλέγμα των δεκάδων διακειμενικών αναφορών. Το αν έχει κάτι να μας πει η κριτική είναι δευτερεύον ζήτημα. Το κύριο ζητούμενο είναι να μας πει κάτι κατανοητό – ουσιώδες ή ανούσιο.

Η χλομή φωτιά της λογοτεχνίας

Όταν ακούω την λέξη λογοτεχνία, δύο συγγραφείς μού έρχονται στο μυαλό – ο ένας είναι ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ο άλλος δε σας αφορά! Τα έργα του Ναμπόκοφ, σταθερά τα τελευταία χρόνια, μου προσφέρουν απλόχερη αναγνωστική απόλαυση και θρεπτική τροφή (του πεινασμένου!) για σκέψη. Πριν επεκταθώ όμως προς τα εκεί, ας πούμε δυο λόγια για την κριτική λογοτεχνίας, πεδίο που πολλοί φυτοζωούν και λίγοι διαπρέπουν. Εγώ επειδή δεν έχω καμία σχέση με τον χώρο, θέλω να σας ενημερώσω εκ των προτέρων ότι, οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα!

Εύγευστα καναπεδάκια

  Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία νοσεί και μάλιστα πολύ άσχημα. Βρωμάει αποσύνθεση στις γωνιές των βιβλιοπωλείων. Ναι ξέρω, θα μου πείτε και πού το ξέρεις εσύ αφού δεν διαβάζεις ελληνική λογοτεχνία, αν ποτέ βγάλεις δικό σου βιβλίο θα αναθεωρήσεις, γενικεύεις επικίνδυνα κάνοντας άλματα λογικής και ηλιθιότητας, πώς μπορείς να κρίνεις όταν μένεις κολλημένος στα ασφαλή κλασικά αναγνώσματα και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Τα έχω ξανακούσει, ευχαριστώ. Τα κλασικά βιβλία δεν είναι ασφαλή αναγνώσματα, αντιθέτως είναι ιδιαιτέρως επισφαλή καθότι διαλύουν τις αυταπάτες σου και πλέον σου είναι δύσκολο να εκτιμήσεις συγγραφείς που έμαθαν να ανταλλάσουν μεταξύ τους μόνο γλωσσικές χειραψίες.

Σκέφτομαι άρα μελαγχολώ

Απέναντι στην απλοϊκή και διόλου βαθυστόχαστη βιβλική ρήση, “μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι” (που πέρα από την όποια αρχική της πρόθεση, έχει καταλήξει να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει εκείνους που δεν χρησιμοποιούν και πολύ ικανοποιητικά το μυαλό τους παρά αφήνονται σε μια χαυνωτική και ευχάριστη άγνοια), ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Τζορτζ Στάινερ έχει να αντιτάξει Δ έκα (πιθανούς) λόγους για τη μελαγχολία της σκέψης .

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους

Καημένε Καβάφη! Πολύπαθοι οι στίχοι σου, έχουν τραβήξει τα πάνδεινα, κατακερματισμένοι έξω από τα ποιήματά σου, να πηγαινοέρχονται από δω και από κει χωρίς σταματημό και συνείδηση – μπορούν να προλογίσουν μια ταινία βίας ή μια κομεντί, να κοσμήσουν τα πλαϊνά ενός λεωφορείου ή ενός ταξί, να δώσουν επίφαση θάρρους σε δειλές πολιτικές αποφάσεις ή ακόμα, ποιος ξέρει, ίσως και να φωλιάζουν μέσα στο τραγανό κουκούλι ενός fortune cookie! Εγώ είμαι ο τελευταίος θύτης (ταυτόχρονα με εκατοντάδες άλλους ανά τον κόσμο) που χρησιμοποιώ άκριτα τους στίχους σου, χωρίς περίσκεψη χωρίς αιδώ, μόνο και μόνο για να παρουσιάσω ένα βιβλίο που τυγχάνει να φέρει στον τίτλο του την λέξη βάρβαρος. Τι βαρβαρότητα, αλήθεια!

Pynchonized

(Σημείωση: Η ακόλουθη ανάρτηση αριθμεί περί τις 4200 λέξεις. Αν ποτέ σκοπεύεις να διαβάσεις τα έργα του Πύντσον, ετούτη εδώ η ανάρτηση ίσως είναι μια καλή προπόνηση – αν μη τι άλλο, έχει τις δυνατότητες να αποδειχθεί εξίσου παραληρηματική!) Ή, για να το καταλάβουν και οι αλλόγλωσσοι αναγνώστες μας, πυντσονίστηκα, πώς αλλιώς να το πω! Τους τελευταίους μήνες συγχρονίστηκα (εκ του synchronized) ολότελα μαζί του. Τι κατάλαβα που έχω τόσο καιρό τα βιβλία του Πύντσον αδιάβαστα; Για να με κατηγορούν ότι είμαι ένας άσχετος που μιλάει για τον Πύντσον χωρίς να έχει διαβάσει τα βιβλία του; Τουλάχιστον, ας γίνω ένας άσχετος που μιλάει για τον Πύντσον ενώ τα έχει διαβάσει!

Σταματήστε να κατέβω

Όχι πως ο δικός μας Δάντης έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλους προγενέστερους συνονόματους, η πρώιμη αλλά και ύστερη ποιητική του δημιουργία, τον καθιστά άτρωτο σε φτηνιάρικες επιθέσεις συγκρίσεων, αλλά για να μην κατηγορηθούμε για καλλιτεχνικό σοβινισμό, ας ρίξουμε μια ματιά και στο περιβόλι του γείτονα, αυτάρεσκα σίγουροι, ότι οι μαϊντανοί εκεί δεν έχουν τόσο μεγάλη ανάπτυξη όσο στο δικό μας μπαξέ.