Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πιάσε με, αν μπορείς


Ας περάσουμε, με συνδετικό κρίκο τον μεταφραστή, στην ιρλανδική μοντερνίλα που τόσο πολύ αγαπάμε. Τι αλήτες αυτοί οι Ιρλανδοί συγγραφείς όμως, έτσι; Συνεχώς βγάζουν την γλώσσα τους... της αλλάζουν τον αδόξαστο και την ξαναχώνουν στα βιβλία τους! Με ειρωνεία και χιούμορ, πάντα. Και μετά εσύ κοπιάζεις να τα διαβάσεις και να τα κατανοήσεις, έχοντας την δική σου γλώσσα κρεμασμένη στο πλάι του στόματός σου. Και όλα αυτά γιατί ο μοναδικός και αληθινός Θεός της Λογοτεχνίας, κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης παρουσίας του, υπήρξε ένας μισότυφλος Ιρλανδός. Ε, αφού βγάλαμε τις γλώσσες μας, ας γλείψουμε και λίγο, σιγά!

Ο Φλαν Ο'Μπράιαν (ένα από τα ψευδώνυμα του Brian O'Nolan) υπήρξε προφανώς ο πιο ένθερμος πιστός Του και το φανέρωσε ήδη με την πρώτη του καλλιτεχνική δημιουργία. Το At-Swim-Two-Birds ήταν στην εποχή του (και ενδεχομένως παραμένει) η τολμηρότερη, πρωτότυπη και πλέον επιτυχής απόπειρα να ξεπεραστεί επί το νεοτερικότερο η νεοτερική γραφή του Τζέημς Τζόυς. Ταυτόχρονα, είναι ένα ξεκαρδιστικό πεζογράφημα το οποίο, κατά την εκτίμηση του ίδιου του Τζόυς (που το διάβασε με μεγεθυντικό φακό δύο χρόνια προτού πεθάνει), εκφράζει «το αληθές ιρλανδικό πνεύμα», «ένα πολύ αστείο βιβλίο». Τόσο όσο ο Οδυσσέας του. Αν έχω προλάβει και πεθάνω και δεν έχει εκδοθεί στην γλώσσα μου, ε τότε σας το λέω ευθαρσώς, να πάτε όλοι στα τσακίδια! 

Ενώ με το πρώτο του βιβλίο καταλύει τις συμβάσεις του είδους, με μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα κλπ, στο δεύτερο, τον «Τρίτο αστυφύλακα», επιχειρεί να καταλύσει τις συμβάσεις της γλώσσας. Το συγκεκριμένο είναι ένα βιβλίο γοητευτικών παραδοξοτήτων, τόσο γλωσσικών όσο και περιεχομένου. Πολλοί αγαπούν αυτού του είδους τα βιβλία και ακόμα περισσότεροι οχι – εγώ, αναμφιβόλως, ανήκω στους πρώτους. Σκεφτείτε σοβαρά προς ποια κατηγορία κλίνετε πριν το πιάσετε στα χέρια σας. Αφού λοιπόν, φύγατε οι περισσότεροι... ας συνεχίσω και εγώ(;) την ανάλυση. Ο «τρίτος αστυφύλακας» ειναι μια διακωμώδηση κατεστημένων γλωσσών (...) μια παρωδία των επίσημων, στερεότυπων λεξιλογίων και της περισπούδαστης φρασεολογίας, και ακόμα, μια λίαν ανατρεπτική αλλά απολύτως λογική ανατροπή (...) των όρων της ίδιας της φυσικής τάξης του κόσμου, της κοινής εμπειρίας και της λογικής. Με δυο σταράτα λόγια του πεζοδρομίου: πουτάνα όλα! 

Εντούτοις, είναι πιο ευκολοδιάβαστο απ' ό,τι μαντεύετε. Τα καλά βιβλία – και αυτό είναι παρατηρημένο και πολλάκις επαληθεύσιμο – πάντοτε δηγιούνται μια σαφή ιστορία ανεξαρτήτως της αλλόκοτης δομής τους. Η αναληθοφάνεια δεν (πρέπει να) επηρεάζει την αλήθεια. Δοθείσης της ευκαιρίας, θέλω να επισημάνω κάτι που με απασχολεί και συναντώ συχνά στις κριτικές των αναγνωστών που το αναφέρουν ως μειονέκτημα του εκάστοτε βιβλίου (χωρίς να εξαιρώ ούτε τον εαυτό μου, ίσως να έχω υποπέσει και εγώ σ' αυτό το σφάλμα): την αναληθοφάνεια. Καθίστε ρε παιδιά, η αναληθοφάνεια είναι υπέροχο πράγμα στη λογοτεχνία! Ο Όσκαρ Ουάιλντ το είχε εκφράσει τόσο τέλεια έναν αιώνα πριν – «Η ζωή μιμείται την τέχνη πολύ περισσότερο απ' ό,τι η τέχνη μιμείται τη ζωή» – και ερχόμαστε τώρα εμείς, τα εξελιγμένα είδη, να περιχαρακώσουμε ξανά την τέχνη μέσα στα στενά και θλιβερά όρια της ζωής; Τι σημαίνει αληθοφάνεια στη λογοτεχνία; Σημαίνει ότι (αν εξαιρέσουμε τα τεχνολογικά επιτεύγματα που πρέπει να συμβαδίζουν με την περίοδο που περιγράφεται στο βιβλίο – αν και δεν είναι πάντα απαραίτητο αυτό!) χρησιμοποιούμε τα κλισέ και τα στερεότυπα της (κάθε) εποχής, μπουκώνουμε δηλαδή την λογοτεχνία με τον πολιτικώς ορθό λόγο που υποτίθεται ότι προσπαθούμε να στηλιτεύσουμε μέσω αυτής! Αυτός ο τύπος δεν γίνεται να μιλούσε έτσι εκείνη την εποχή! Ε και; Στο βιβλίο μου, μιλάει! Ο εχθρός της λογοτεχνίας δεν είναι η αναληθοφάνεια αλλά η κακή γραφή. Όποιος ξέρει να γράφει καλή λογοτεχνία, ποτέ δε θα φανεί αναληθοφανής στα μάτια ενός αναγνώστη. Τώρα αν εσείς διακρίνετε στην γραφή του Ο' Μπράιαν στοιχεία στερεότυπης φρασεολογίας, επειδή σας το ανέφερα πιο πάνω (αν και είναι δύσκολο να το εντοπίσετε κατά την ανάγνωση), να θυμάστε ότι γίνεται με στόχο την παρωδία, άρα θα πρέπει να κάνετε την διάκριση ανάμεσα σε αυτήν την γραφή και σε εκείνη που μπουκώνει με κλισέ ένα βιβλίο μόνο και μόνο για να μην «κατηγορηθεί» ως αναληθοφανής και θεωρηθεί υποδεέστερη λογοτεχνία (που μεταξύ μας, είναι). Ελπίζω κάπως να καταλάβατε τι εννοώ, αν όχι, who cares, εφόσον η γραφή μου είναι καλή, συγχωρήστε μου και λίγη αναληθοφάνεια!

Μέσα σε όλους τους παραλογισμούς του βιβλίου, ο Ο' Μπράιαν μάς χαρίζει μερικά υπέροχα αποσπάσματα, διανοητικές παραισθητικές εικόνες, που θα θυμάσαι για καιρό. Ας πούμε, εγώ κόλλησα με αυτό. Πώς μπορώ να ξεχάσω... τον άνεμο που σαν καταρράκτης μ'έλουζε; 

[...] Οι δοξασίες αυτές έχουν καταγραφεί και απαντούν σε όλους τους αρχαίους λαούς. Υπάρχουν τέσσερις βασικοί άνεμοι και οκτώ υπάνεμοι, ο καθένας με το δικό του χρώμα. Ο ανατολικός άνεμος έχει χρώμα βαθύ κρεμεζί, ο νοτιάς ένα λεπτό αστραφτερό ασημί. Ο βοριάς είναι μαύρος πίσσα και ο δυτικός κεχριμπάρι. Στις παλιές εποχές οι άνθρωποι είχαν την ικανότητα να βλέπουν αυτά τα χρώματα και συχνά περνούσαν τη μέρα τους καθισμένοι στην πλαγιά ενός λόφου παρατηρώντας την ομορφιά των ανέμων, πώς σηκώνονταν και έπεφταν και άλλαζαν απόχρωση, τη μαγεία των γειτονικών ανέμων όταν συνυφαίνονταν σαν κορδέλες σε γάμο. Ήταν ωραία απασχόληση, σαφώς καλύτερη από το να κοιτάς εφημερίδες. Οι υπάνεμοι είχαν χρώματα απερίγραπτης λεπτότητας, ένα ερυθροκίτρινο ανάμεσα στο κρεμεζί και το ασημί, ένα φαιοπράσινο που συγγένευε εξίσου με το μαύρο και το καστανό. Τι πιο υπέροχο από ένα εξοχικό τοπίο με ψιλόβροχο κοκκινισμένο από τον γαρμπή!

Ένα ακόμα θα πω για το βιβλίο και θα σταματήσω, γιατί τα υπόλοιπα δεν λέγονται (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Ο ήρωας του Ο' Μπράιαν μελετάει διαρκώς και έχει ως ευαγγέλιο το πολύπτυχο έργο του Ντε Σέλμπυ (De Selby), σπουδαίου φυσικού επιστήμονα και θεωρητικού επί παντός επιστητού. Έτσι, διανθίζει το βιβλίο (ο Ο' Μπράιαν μέσω του ηρωά του, αλλά και ο ήρωας μέσω του «εαυτού» του) με τις θεωρητικές παραδοξόητες (τι άλλο!) του Ντε Σέλμπυ, εντός της πλοκής του βιβλίου αλλά και εκτός, με την χρήση δηλαδή εκτενέστατων ενίοτε υποσημειώσεων, που δίνουν την επίφαση της αλήθειας και της τεκμηρίωσης. Μεταξύ μας, δεν έχω καταλάβει ακόμα αν ο Ντε Σέλμπυ υπήρξε πράγματι ή όχι!! Ένα ιδιαιτέρως απολαυστικό και επιτυχημένο εγχείρημα, που με διασκέδασε πολύ. Παρεμπιπτόντως, κάτι ανάλογο, με έναν ήρωα που είχε ως θέσφατο τις ιδέες και μελέτες ένος άλλου επινοημένου συγγραφέα, διάβασα προσφάτως χωρίς να μπορώ να το θυμηθώ. Αν έχετε καμιά ιδέα για το ποιο μπορεί να είναι, αφήστε σχόλιο (δεν κερδίζετε τίποτα όμως, να εξηγούμαστε). 

Ο Άρης Μπερλής, προς το τέλος της εισαγωγής του, μας δίνει μια οφειλόμενη εξήγηση (όπως χαρακτηριστικά γράφει), στην οποία αναφέρει ότι καλές και χρήσιμες οι θεωρίες και οι μελέτες περί μοντερνισμού/μεταμοντερνισμού, αγνοούν ωστόσο εντελώς επιδεικτικά ένα (πανταχού παρόν) δομικό υλικό αυτών των λογοτεχνιών, το χιούμορ. Σε αυτό συμφωνώ απολύτως και ειλικρινά απορώ όταν αναγνωστές σπαταλιούνται στην προσπάθεια να «εκλογικεύσουν» τις συγγραφικές παραδοξότητες του εκάστοτε συγγραφέα, με σοβαρότητα μεν δίχως να σκάει ένα γελάκι το χειλάκι τους δε. Φερ' ειπείν, πόσοι πράγματι θεωρούν τον «Οδυσσέα» ένα ιδιαιτέρως αστείο βιβλίο, πέρα από τον ίδιο τον Τζόυς, εμένα, και πέντε-έξι άλλους; Καθώς οι αναγνώσεις βιβλίων πληθαίνουν διαρκώς, καταλαβαίνω ότι αυτό που πρωτίστως με ενδιαφέρει στα βιβλία είναι να με διασκεδάζουν – όπως άλλοι θέλουν να τους προβληματίζουν, να τους ταξιδεύουν στον χωροχρόνο, να τους κάνουν να σκέφτοναι ή ό,τι άλλο. Γίνομαι πλέον πολύ λιγότερο ανεκτικός απέναντι σε ένα βιβλίο χωρίς χιούμορ (και φυσικά, δεν εννοώ τις χαζοατάκες που προσποιούνται το χιούμορ). Πώς έγινε και ακόμη και τα αστεία τα επεξεργαζόμαστε ως μη αστεία, παραβλέποντας έτσι και την εγγενή, ιδιότυπη, δική τους, μοναδική «σοβαρότητα»;, συνεχίζει να αναρωτιέται ο Άρης Μπερλής, για να φτάσει εντυπωσιακά στην κατακλείδα της εισαγωγής του, την οποία γαμώτο μου συνυπογράφω με χέρια και πόδια, Είναι τυχαίο που το χιούμορ λέγεται και πνεύμα;

Η μετάφρασή του είναι φυσικά, εξαιρετική. Όμως θα ήθελα σποραδικά να υπήρχαν μερικές υποσημειώσεις (μπλεγμένες με εκείνες του ήρωα) που θα εξηγούσαν μερικά από τα αστεία του συγγραφέα. Θα μου πείτε, καλά εσύ πριν λίγο μας έλεγες να μην εξηγούμε τα αστεία, τώρα μας τα αλλάζεις; Δεν τα αλλάζω, απλώς θεωρώ ότι κάποιες φορές η «ακτινογραφία» ενός αστείου εντείνει την διασκέδαση. Όχι καλέ, δεν το λέω επειδή δεν τα έπιασα όλα, αφού είμαι δεινός (Ιρλανδός) χιουμορίστας, αλίμονο! Πέρα από την πλάκα, να επισημάνω και κάτι που μου έκανε εντύπωση – σε ένα κομβικό σημείο για τον ήρωά μας, υπάρχει ένα απόσπασμα με χαρακτηριστικά καβαφικά καρυκεύματα... [...] δείχνει μια ευγένεια χαρακτήρος που αποσπά τον θαυμασμό όλων των τάξεων, τον έπαινο, καθώς είπε ο ποιητής, «του δήμου και των σοφιστών», τα «δύσκολα και ανεκτίμητα εύγε». Αυτή η χρήση στίχων από την «Σατραπεία» είναι άραγε επιλογή του μεταφραστή (απίθανο σενάριο, κατ' εμέ) για να αντικαταστήσει κάποιο ανάλογου ύφους/θεματικής ποίημα που δεν είχε μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά ή είναι ο ίδιος ο Ο' Μπράιαν που ενδεχομένως να είχε κατά νου μια αγγλική μετάφραση των ποιημάτων του Καβάφη (το βιβλίο του γράφτηκε το 1940. Τουλάχιστον μια δεκαετία πρωτύτερα ο Ε.Μ. Φόρστερ πάσχιζε να γνωρίσει στο αγγλόφωνο κοινό τα ποιήματα του Καβάφη) ή ακόμα πιο τρελό, να γνώριζε στα ελληνικά τα ποιήματα; Όπως και να'χει, εγώ ενθουσιάστηκα όταν εντόπισα το απόσπασμα, και τέλος παντων, είτε διαφωτίστε με είτε συσκοτίστε με, αμάν πια! Η έκδοση της «Αλεξάνδρειας» είναι κομψότατη, με όμορφο χαρτί και τέλειο πίνακα του Φράνσις Μπέικον πρώτη μούρη. 

Παλιότερα έκανα πολύ ποδήλατο και τώρα ανησυχώ για τα επίπεδα μόλυνσης. Αν θέλετε και σεις να δείτε πόσο μολυσμένοι είστε, αφήστε τον Φλαν Ο'Μπράιαν να σας το αποδείξει μέσω της ατομικής του θεωρίας – δίνει διαπαντός μια νέα γοητευτική ερμηνεία στην φράση «κάναμε τη ζωή μας ποδήλατο»! Απολαυστικότατο βιβλίο που θα σας κάνει να ξεχαστείτε και να γελάσετε. Όσοι δεν καταφέρετε να αφεθείτε στην παράλογη λογική του, τουλάχιστον να θυμάστε την φράση του σοφού Υπαρχιφύλακα, η οποία, αν το καλοσκεφτούμε, αποτελεί και την καλύτερη απάντηση για όλα τα δεινά της ζωής μας: «Συλλήβδην και για όλα», είπε, «ευθύνεται το Δημοτικό Συμβούλιο». 

Francis Bacon - «Portrait of George Dyer Riding a Bicycle», 1966

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!