Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (8 μ.μ.)

 
Μιλάμε ακόμα για Τζόυς; Σίγουρα; Το κεφάλαιο αυτό διχάζει τους αναγνώστες. Μια μεγάλη μερίδα αναγνωστών θα αναφωνήσει: «Επιτέλους, κάτι βατό! Γιατί να μην ήταν έτσι όλος ο Οδυσσέας;» Και μια δεύτερη (που συμπεριλαμβάνει και εμένα) θα σκεφτεί ότι ο συγγραφέας «παραδίνεται» πολύ εύκολα. Μας δίνει ένα κεφάλαιο που δεν παιδεύει καθόλου τον αναγνώστη του και παράλληλα μας δίνει και την εντύπωση ότι ωριμάσαμε (πια), καταλαβαίνουμε με άνεση (μωρέ λες;) περισσότερα απ' ό,τι στην αρχή, έπαψε να είναι και τόσο απαιτητικό χάρη στην αναγνωστική μας εξέλιξη (φευ). Προσοχή όμως με την επαρσή μας, γιατί η πτώση στο επόμενο κεφάλαιο θα είναι οδυνηρή, θα ανοίξει το κεφάλι μας και θα χυθούν τα μυαλά μας πάνω στις σελίδες!
 
Το πρώτο μισό του κεφαλαίου μονοπωλείται από τις σκέψεις της «Ναυσικάς», της Γκέρτυ Μακ Ντάουελ – μιας νεαρής ονειροπόλας γυναίκας που ονειρεύεται τον πρίγκηπα του παραμυθιού. Έχει παρέα τις φίλες της Σίσσυ Κάφφρεϋ (μαζί με τα δυο ζωηρά δίδυμα αδερφάκια της) και την Ήντυ Μπόαρτνμαν (με τον 11μηνών γιο της). Έχουν αράξει στις ακτές του Σαντυμάουντ με την Γκέρτυ να κάθεται κοντά τους αλλά και εμφανώς πολύ μακριά τους, χαμένη καθώς είναι στις ροζ σκέψεις της. Σκέψεις που συνεχώς διαταράσσονται από τα ζωηρά δίδυμα, το κλάμα του μωρού αλλά και την Λειτουργία που ακούγεται από μια κοντινή εκκλησία. Ο Τζόυς σε ένα απόσπασμα ειρωνεύεται εξαιρετικά αυτήν την τρέλα που πιάνει τους γονείς για τα παιδιά τους με τις «ιδιαίτερες»” ικανόητές τους και την αξιοπρόσεκτη «ωριμότητά» τους: 
 

 
- Πες μπαμπά, μπέμπη. Πες μπα μπα μπα μπα μπα μπα μπα.
Και το μωρό έβαζε τα δυνατά του να το πει γιατί ήταν πολύ έξυπνο για έντεκα μηνών όλοι έλεγαν και μεγάλο για την ηλικία του και η προσωποποίηση της υγείας, ένα τέλειο μπουκέτο αγάπης, και σίγουρα θα γινόταν κάποιος μεγάλος, έλεγαν.
- Χαζά ζα ζα ζα χαζά.
 
Η Γκέρτυ Μακ Ντάουελ ξορκίζει γρήγορα την θλίψη για έναν νεαρό ποδηλάτη που συνήθιζε να περνά κάτω από το παράθυρό της αλλά όχι σήμερα, και με νεανική ορμή επικεντρώνει τις αγνές σκέψεις της προς έναν κύριο που κάθεται λίγα μέτρα πιο πέρα και την κοιτάει. Αυτή σχεδόν μπορούσε να δει την αστραπιαία λάμψη θαυμασμού στα μάτια του που της έφερε μούδιασμα σε κάθε της νεύρο. Προοδευτικά, η Γκέρτυ ανυψώνει την μορφή του μυστήριου κυρίου στο ιδανικό του Έρωτα και αφήνεται ολοένα πιο παραδομένη ολοένα πιο πρόθυμη σε εκείνον. Τα σκοτεινά του μάτια καρφώθηκαν πάνω της ξανά ρουφώντας κάθε της καμπύλη, κυριολεκτικά προσκυνώντας στον ναό της. Αν ποτέ υπήρξε ανυπόκριτος θαυμασμός στο παθιασμένο βλέμμα ενός άντρα αυτός βρισκόταν εκεί απέριττος να ιδωθεί στο πρόσωπο εκείνου του ανθρώπου. Είναι για σένα Γερτρούδη Μακ Ντάουελ, και το ξέρεις.
 
Ο μυστήριος κύριος αυνανίζεται καθώς παρακολουθεί την νεαρή Γκέρτυ και η κορύφωση του κεφαλαίου έρχεται ταυτόχρονα με τη δική του. Την ίδια ώρα η Λειτουργία έχει φθάσει στο τέλος της και πυροτεχνήματα σκάνε στον νυχτερινό ουρανό, επακόλουθο της θρησκευτικής γιορτής. Εδώ ο Τζόυς γράφει μία εντυπωσιακά όμορφη σελίδα που δύσκολα αντιστέκομαι να μην αντιγράψω ολόκληρη – αν δεν το κάνω, είναι για να παρατείνω λιγό την ηδονή σας μέχρι να αποφασίσετε να την διαβάσετε:
 
[...] κοιτάξτε, να το, και αυτή έγειρε πίσω ακόμη πιο πολύ να δει τα πυροτεχνήματα και κάτι αλλόκοτο φτερούγιζε στον αέρα, ένα μαλακό πράγμα, μπρος-πίσω, σκοτεινό (...) και το πρόσωπό της είχε πλημμυρίσει με ένα θείο, μαγευτικό κοκκίνισμα από την ένταση του τανύσματος και αυτός μπορούσε να δει τα άλλα της πράγματα (...) και μετά εκείνο πήγε πολύ ψηλά πήγε για μια στιγμή χάθηκε και αυτή έτρεμε σύγκορμη από το να τεντώνεται τόσο πολύ προς τα πίσω που αυτός ειχε πλήρη θέα μέχρι ψηλά πάνω από το γόνατό της (...) αυτή ευχαρίστως θα του είχε φωνάξει με κραυγή πνιγμένη... την κραυγή του έρωτα ενός κοριτσιού (...) Και τότε μια ρουκέτα ξεπετάχτηκε σφυρίζοντας και ω! ύστερα η ρωμαϊκή λαμπάδα έσκασε και ήταν σαν ένας αναστεναγμός από ω! και όλοι φώναζαν ω! ω! σε έκσταση και ξεχύθηκε ένας χείμαρρος βροχής από δέσμη χρυσών μαλλιών και φυλλορρόησαν και αχ! ήταν όλα πράσινα δροσερά αστέρια που έπεφταν χρυσαφένια, ω, τόσο όμορφα, ω, βελούδινα, γλυκά, βελούδινα!
 
Τι μυστήριο και τούτο! Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο μυστηριώδης κύριος; Ο Λεοπόλδος Μπλουμ (γιατί αυτός είναι) στεκόταν σιωπηλά μπροστά σε εκείνα τα νεανικά αθώα μάτια. Οποία έκπληξις! Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου κυριαρχούν οι ενήλικες σκέψεις του Μπλουμ (Μου στράγγισε όλο μου τον ανδρισμό, η μικρή τσουλίτσα) που έρχονται σε αντίθεση με τις εξιδανικευμένες σκέψεις της Γκέρτυ, που πλέον έχει αποχωρήσει καθώς έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Ανακουφισμένος πια, πολιορκείται από σκέψεις για την γυναίκα του Μόλλυ, για την απογευματινή της απιστία, για την κόρη του Μίλλυ, για την ερωμένη του Μάρθα, για τις γυναίκες γενικά, πώς σκέφτονται, πώς ερωτεύονται, για την χαμένη τους νεότητα, για τον «ρόλο» αυτών μέσα στη ζωή.
 
Λίγη ώρα πριν, όταν οι τρεις φίλες ήθελαν να μάθουν την ώρα, μία εξ αυτών η Σίσσυ Κάφφρεϋ κινήθηκε προς τον Μπλουμ για να τον ρωτήσει. Εκείνος τράβηξε βιαστικά το χέρι του από την τσέπη του και αμήχανα άρχισε να παίζει με την αλυσίδα του ρολογιού του. Το ρολόι του όμως είχε σταματήσει στις 16:30, στην ώρα της απιστίας της Μόλλυ. Αργότερα θα σκεφτεί, Περίεργο, το ρολόι μου σταμάτησε τέσσερις και μισή... Ω, αυτός το έκανε. Μέσα της. Αυτή το έκανε. Έγινε. Πιο μετά όμως ξεχνιέται, παρασύρεται από τις σκέψεις και καταλήγει να θυμάται την αρχή του ερωτά του με την Μόλλυ: Ιούνιος ήταν και τότε που την πολιορκούσα. Ο χρόνος επιστρέφει. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ο Τζόυς αναθυμάται το πρώτο ραντεβού που είχε με την Νόρα την Πέμπτη 16 Ιουνίου 1904 και το ξαναζεί μέσα από τον ήρωά του τον Μπλουμ που θα ζει για πάντα πια μέσα σε αυτή την ημέρα, την Πέμπτη 16 Ιουνίου 1904! 
 

 
Μια ανάλογη αναφορά γίνεται και όταν ο Μπλουμ σκέφτεται: Καλύτερα να μην κολλήσω εδώ όλη την νύχτα σαν πεταλίδα. Στην ακτή του Σαντυμάουντ υπήρχαν διάσπαρτα βράχια όπου πάνω σε κάποιο από αυτά καθόταν και η Γκέρτυ (Θα ήθελα να ήμουν ο βράχος που κάθισε). Η γυναίκα του Τζόυς ονομαζόταν Nora Barnacle (=πεταλίδα) και όταν την γνώρισε στον πατέρα του εκείνος απάντησε, Ωχ δεν θα ξεκολλήσει ποτέ από πάνω σου! Μπορεί η παρομοίωση του Τζόυς για πεταλίδες σε ένα μέρος διάσπαρτο με παράκτιους βράχους να μοιάζει ως ένα φυσικό συγγραφικό επακόλουθο της πλοκής, όμως, όπως και να' χει, δεν περνάει και τόσο απαρατήρητη από έναν προσεκτικό αναγνώστη.
 
Ο Μπλουμ αφού αναλογίζεται την δύσκολη μέρα που είχε μέχρι στιγμής (δίνοντάς σας και την ευκαιρία να ξαναθυμηθείτε μερικά επεισόδια) αποχωρεί ανακουφισμένος και αναζωογονημένος. Αλλά ήταν όμορφα. Αντίο, αγαπημένη. Ευχαριστώ. Μ' έκανες να νιώσω τόσο νέος. Αρνούμενος όμως να επιστρέψει σπίτι μήπως και χρειαστεί να αντιμετωπίσει την ξύπνια Μόλλυ. Μπορεί να μην έχει κοιμηθεί ακόμα. Το κεφάλαιο Ναυσικά, παρά την αρχική του «ελαφρότητα» με τις ροζ σκέψεις της Γκέρτυ, είναι μια ολική αποτίμηση του έρωτα, του φανταστικού και του πραγματικού, του πνευματικού και του σωματικού. Ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του Οδυσσέα, που χάρη στην συγγραφική του «απλότητα» και την μερική αποστασιοποίηση από τα τεκταινόμενα του υπόλοιπου βιβλίου, μπορεί να διαβαστεί και μεμονωμένα χωρίς να χάσει από την λαμπρότητά του. Παρ' όλα αυτά μαθαίνεις κάτι. Βλέπουμε τους εαυτούς μας όπως μας βλέπουν οι άλλοι. Όσο οι γυναίκες δεν μας περιγελούν τι πειράζει;

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!