Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κριτική της κριτικής δύναμης


Τι κάνει μια κριτική καλή; Πολλά. Τι μπορεί να την καταστρέψει; Ένα και μοναδικό στοιχείο: η ακατανοησία της. Γιατί αν δεν καταλαβαίνεις τι λέει δεν πρόκειται να εκτιμήσεις κανένα από τα όποια θετικά της στοιχεία. Η κριτική πρέπει να είναι κατανοητή – να μπορεί να την καταλάβει και ο πλέον ηλίθιος αναγνώστης. Οι κριτικές γράφονται για τους αναγνώστες, για όλους τους αναγνώστες. Για εκείνον που διαβάζει 3 βιβλία τον χρόνο και μέσα από μια κατανοητή κριτική ενδεχομένως να αποφασίσει να προσθέσει άλλα δύο στην ετήσια κατανάλωσή του και για εκείνον που διαβάζει 100 και αφήνεται σαν ανυπεράσπιστο έντομο να εγκλωβιστεί στο αραχνούφαντο πλέγμα των δεκάδων διακειμενικών αναφορών. Το αν έχει κάτι να μας πει η κριτική είναι δευτερεύον ζήτημα. Το κύριο ζητούμενο είναι να μας πει κάτι κατανοητό – ουσιώδες ή ανούσιο.

Οι κριτικές του Ντάνιελ Μέντελσον είναι κατανοητές, αναθεματισμένα κατανοητές, για την ακρίβεια! Η πιο δύσκολη λέξη που χρησιμοποιεί στο σχεδόν 600 σελίδων βιβλίο του, δε θα δυσκόλευε ούτε ένα παιδάκι της Α' γυμνασίου! Ένα άλλο στοιχείο που ξεχωρίζει αμέσως στις κριτικές του είναι το χιούμορ. Κάνε τους αναγνώστες να γελάσουν και να ξεχαστούν, δεν διαβάζουν την κριτική για να πάνε να γράψουν εξεταστική στο πανεπιστήμιο. Ανόητοι βερμπαλισμοί (να μια λέξη που υπονομεύει κάθε κριτική, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μου!) δεν έχουν θέση στις κριτικές του Μέντελσον. Και ο άνθρωπος γράφει στο New York Review of Books και New Yorker! Οι δικοί μας γράφουν σε χαμηλότατης εμβέλειας εφημερίδες και νομίζουν ότι απευθύνονται στην Σουηδική Ακαδημία! Εντάξει λοιπόν, κατανοητές και με χιούμορ. Ουσία;

Πρωτάκουσα το όνομα του Ντάνιελ Μέντελσον σε συνάφεια με εκείνο του Κωνσταντίνου Καβάφη. Ο Μέντελσον είναι γνωστός μελετητής του Καβάφη και (νομίζω) μεταφραστής της ποίησής του. Ωστόσο, στον συγκεκριμένο τόμο δεν περιορίζεται στον Αλεξανδρινό ποιητή αλλά ασχολείται ενδελεχώς με την ελληνικότητα (και του Καβάφη αλλά και γενικότερα). Συγκεντρώνει κριτικές που είτε άμεσα είτε έμμεσα αφορούν τους Έλληνες αναγνώστες και τις χωρίζει σε 4 μεγάλες γενικές κατηγορίες: Τα κλασικά, Τραγικές ηρωίδες (και άλλοι), Κάποιοι σύγχρονοι, «Ελληνίζοντες». Ο συγγραφέας, όπως σποραδικά επαναλαμβάνει και ο ίδιος, είναι ένας κλασικός φιλόλογος με ειδίκευση ή/και προτίμηση στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Μόλις όμως διαβάσετε τις πρώτες λέξεις μιας οποιασδήποτε κριτικής του, αμέσως θα διαλύσετε την προκατάληψη που ίσως σας συνοδεύει, κάθε φορά που διαβάζετε την φράση «κλασικός φιλόλογος». Ο Μέντελσον γράφει με μία εντυπωσιακή πρωτοτυπία σκέψης και με μια διανοητική ευκινησία που δεν συναντούμε συχνά στους (κατά μιαν ανόητη φήμη, “δύσκαμπτους”) φιλολόγους.

Διάβασα τις κριτικές του ανάκατα, γιατί επιδίωκα μια ελευθερία θεματική. Το ίδιο θα πρότεινα και σε σας, αν ωστόσο προτιμάτε γραμμική ανάγνωση, στο πρώτο μέρος του βιβλίου, στα Κλασικά, θα συναντήσετε κείμενα το θέμα των οποίων είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις αρχαίες τραγωδίες και δράματα. Εδώ ο συγγραφέας αποδομεί με εξαιρετικό χιούμορ, τρεις (ήδη αποδομημένες από μόνες τους!) Χολυγουντιανές υπερπαραγωγές που δεν μπόρεσαν να συλλάβουν την έννοια της αρχαίας τραγωδίας και απλώς έμειναν κούφια σκηνικά: Τροία, Αλέξανδρος, 300. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και κάποιες θεατρικές και μουσικές παραστάσεις. Το πρώτο μέρος κλείνει με δύο κείμενα για την «κατάρα» των Κένεντυ και την σύνδεση που έχει με τα ελληνικά δράματα καθώς και με μια σύγχρονη εκδοχή της σοφόκλειας Αντιγόνης με το άταφο σώμα του Πολυνείκη να ενσαρκώνεται εδώ από το χιλιοτρυπημένο σώμα του Τάμερλαν Τσαρνάεφ, του τρομοκράτη που αιματοκύλησε τον μαραθώνιο της Βοστόνης το 2013. 

Στο δεύτερο μέρος, οι Τραγικές ηρωίδες του Μέντελσον ξεπηδούν μέσα από τις παραστάσεις του Μπροντγούεη (ως “θύματα” αυτών των παραστάσεων!), από τις Ώρες του Μάικλ Κάνιγχαμ (και της κινηματογραφικής εκδοχής), τις ηρωικές γυναίκες στην ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ και τις διασκευές των αρχαίων δραμάτων του ώριμου Τεντ Χιουζ. Οι (και άλλοι)... είναι οι πρωταγωνιστές της ταινίας Το μυστικό του Μπρόκμπακ Μάουνταιν (και του ομώνυμου βιβλίου της Άννι Πρου) για την οποία ταινία ο συγγραφέας επιφυλάσσει μια διεισδυτικότατη και θετικότατη κριτική.
[...] Το πραγματικό επιτεύγμα του Μπρόκμπακ Μάουνταιν δεν είναι ότι λέει μια οικουμενική ερωτική ιστορία που τυχαίνει να έχει γκέι χαρακτήρες, αλλά ότι λέει μια ξεκάθαρα γκέι ιστορία που τυχαίνει να είναι τόσο καλοειπωμένη ώστε οποιοσδήποτε άνθρωπος με αισθήματα να συγκινείται απ' αυτήν. Αν επιμένετε, όπως πολλοί επιμένουν, ότι δεν πειράζει, βλέποντας την ιστορία του Τζακ και του Έννις, να νιώθεις συμπάθεια διότι δεν πραγματικά ομοφυλόφιλοι – ότι είναι μάλλον τύποι από την «καρδιά της Αμερικής» παρά γκέι –, τότε είναι σαν να τους σπρώχνετε να ξαναμπούν στην ντουλάπα της οποίας τα στενά και αποπνικτικά όρια εξέθεσαν τόσο βασανιστικά όμορφα ο Ανγκ Λι και οι συνεργάτες του.

Κάποιοι σύγχρονοι, είναι φυσικά ο σπουδαίος Καβάφης ο οποίος με την μοντέρνα γραφή μιας «αρχαίας» ποίησης πρωτοτύπησε όσο λίγοι ποιητές κατάφεραν (ο τίτλος της κριτικής, “Η καλή ποίηση στα καλύτερά της”, μας προετοιμάζει για όσα θαυμαστά θα διαβάσουμε). Σύγχρονος έιναι και ο επαναστάτης Άρθουρ Ρεμπό αλλά και ο Φίλιπ Ροθ του οποίου το μετριότατο βιβλίο Καθένας ήταν η προσωπική του συγγραφική ήττα να αντιμετωπίσει τα επερχόμενα γηρατειά και τον θάνατο που θέριζε τους γνωστούς και φίλους του. Μεταξύ αυτών διαβάζουμε και δύο κριτικές για τις γυναίκες του Game of thrones και την “μαγεία” του Avatar


Από «Ελληνίζοντες» έχουμε πρώτον και καλύτερο τον Όσκαρ Ουάιλντ, ο οποίος απέρριψε με θάρρος μια προδιαγεγραμμένη σπουδαία καριέρα στην κλασική φιλολογία για χάρη της φήμης – «Σίγουρα πάντως δεν πρόκειται να γίνω κανένας μαραμένος καθηγητής στην Οξφόρδη. Θα γίνω ποιητής, συγγραφέας, δραματουργός. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα γίνω διάσημος, και, αν όχι διάσημος, τότε διαβόητος». Ελληνίζων είναι και ο διάσημος συγγραφέας Ε.Μ.Φόρστερ που εξέφρασε θυελλωδώς και επίμονα τον μεγάλο “έρωτα” του προς τον Καβάφη, μέσω φλογερών επιστολών που δεν μπόρεσαν ωστόσο να ζεστάνουν την παγερή αδιαφορία του Αλεξανδρινού. Εδώ συναντούμε και τον “ερμαφρόδιτο” Τζέφρυ Ευγενίδη που παρά την πρωτότυπη ιδέα του βιβλίου του Middlesex αποδείχθηκε τραγικά αδύναμος να δώσει διπλή φωνή στο ενδιαφέρον δημιούργημά του καταλήγοντας αποδιοργανωμένος και ανίκανος να δώσει έστω και μία φωνή σε κάποια από τις “δύο φύσεις” που είχε στα χέρια του. Ένα πέρασμα κάνει και ο ταξιδευτής Πάτρικ Λη Φέρμορ. Αυτός ο σπουδαίος τόμος κλείνει με έναν μικρό Αμερικανό, τον ίδιο τον Ντάνιελ Μέντελσον που σκαλίζει τις μακρινές αναμνήσεις του και προσπαθεί να θυμηθεί τι τον έκανε να γίνει ένας κλασικός φιλόλογος. 

Οι κριτικές του Μέντελσον είναι σύγχρονες, πρωτότυπες και διασκεδαστικές. Εμβριθείς (να κι' άλλη κακιά λέξη!) και ουσιαστικές. Όμως ξεχωρίζουν εντυπωσιακά για τον τρόπο που είναι γραμμένες – σαν μικρά αυτόνομα διηγήματα με τις αφηγηματικές εξάρσεις και υφέσεις τους, με πλοκή που συνυφαίνει αρμονικά τα στοιχεία της σύγχρονης ποπ κουλτούρας και του πλούτου της αρχαίας γραμματολογίας, με έναν επίλογο που κάθε φορά συμπυκνώνει εξαντλητικά όλη την ουσία της κριτικής και στην προσφέρει απλόχερα στο πιάτο του μυαλού σου (βλέπε παραπάνω τον επίλογο για την ταινία του Ανγκ Λι).

Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να πετσοκόψω ένα απόσπασμα από το σαγηνευτικό λόγο του Ντάνιελ Μέντελσον αλλά ωστόσο θα το πράξω (δεχόμενος αδιαμαρτύρητα όλη την οργή των θεών!) για να δείτε και εσείς πόσο σύγχρονος και γοητευτικός κριτικός είναι. Επέλεξα ένα κομμάτι από την μικρότερη κριτική της συλλογής και εκείνη που με συγκίνησε περισσότερο – εκείνη με το άταφο σώμα του τρομοκράτη της Βοστόνης.

[...] Ο Κρέοντας, σαν τον υποψήφιο γερουσιαστή από τη Μασσαχουσέττη, ενδιαφέρεται πολύ για την κοινή γνώμη, όπως μαθαίνουμε αργότερα· και είναι ασφαλώς δυνατόν να θεωρήσει κανείς ότι το διάταγμά του βασίζεται σε μια ισχυρή, αν και ιδιότυπη, ηθική. Όταν η λογική του αμφισβητείται ως, στο κάτω κάτω, αντιβαίνουσα στο θρησκευτικό συναίσθημα και καλείται να τιμήσει τον νόμο της πόλης, ο βασιλιάς δηλώνει ότι το έγκλημα του Πολυνείκη κατά της πόλης έχει θέσει τον νεαρό πέραν της ηθικής – ότι, ενώ η ταφή οποιουδήποτε νεκρού αποτελεί θρησκευτική υποχρέωση, είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς πως οι θεοί «έχουν στην έγνοια τους αυτόν τον πεθαμένο», ότι μπορεί ποτέ να δούμε θεούς «να τιμούν κακούργους». Καθώς εκστομίζει τα τελευταία του λόγια σε αυτή τη διαμάχη, διαισθάνεται κανείς ότι ο Κρέοντας ενεργεί παρακινούμενος από μια γνήσια, αν και στενόμυαλη, πεποίθηση ότι οι κακοί άνθρωποι δεν αξίζουν ανθρώπινη μεταχείριση: «Δεν μπορεί να τους αξίζει». («Δεν πρέπει να τους αξίζει» όπως είπε ο υποψήφιος γερουσιαστής Μάρκυ αναφορικά με την ταφή που προσέβαλε τις ευαισθησίες των ψηφοφόρων της Μασσαχουσέττης.)



Η εξαιρετική μετάφραση είναι της έμπειρης Μαργαρίτας Ζαχαριάδου. Τα εύσημά μου και στις εκδόσεις Πατάκη που συνεχίζουν ασταμάτητα να βγάζουν θαυμάσια βιβλία. Έχω παρατηρήσει ότι τα τυπογραφικά στοιχεία που χρησιμοποιεί ο Πατάκης – σίγουρα όμως σε αυτή την περίπτωση θα φταίει και η γραφή του Μέντελσον – μου δίνουν την αίσθηση ότι διαβάζω πιο γρήγορα! Καθέ φορά που διαβάζω βιβλία του Πατάκη έχω την ίδια αίσθηση, δεν πρέπει να είναι τυχαίο. Το βιβλίο του Μέντελσον είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά και ευχάριστα βιβλία που θυμάμαι να έχω διαβάσει την τελευταία 2ετία – συμπεριλαμβανομένων και των αμιγώς λογοτεχνικών. Δεν το αφήνεις εύκολα από τα χέρια σου, και αν το αφήσεις, σκέφτεσαι διαρκώς πότε θα το ξαναπιάσεις.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!